οφθαλμός

οφθαλμός
ο
1) прям. , перен. глаз; око (книжн.); 2) почка, глазок (у растений); 3) полигр, очко;

§ οφθαλμός αντί οφθαλμού — око за око;

κλείνω τούς οφθαλμούς — закрывать глаза (на что-л.);

έχω προ των οφθαλμών μου — иметь в виду;

υπό τούς οφθαλμούς μου — перед моими глазами, передо мной;

ενώπιον των οφθαλμών — на глазах у всех, перед глазами;

εν ριπή οφθαλμού — моментально, в мгновение ока;

διά γυμνού οφθαλμού — невооружённым глазом;

αποστρέφω τούς οφθαλμούς μου — отводить глаза, не желать видеть


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "οφθαλμός" в других словарях:

  • ὀφθαλμός — eye masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμός — ο 1. όργανο της όρασης, αλλ. μάτι. 2. (βοτ.), μάτι κλαδιού φυτού, μπουμπούκι απ όπου βγαίνει το βλαστάρι ή το λουλούδι. 3. (ναυτ.), τρύπα στα πλάγια του πλοίου. 4. στην τυπογραφία, το ανάγλυφο τμήμα του τυπογραφικού στοιχείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τὶ μάλιστα ἵππον πιαίνει, ὁποῦ δεσπότου ὀφθαλμός. — τὶ μάλιστα ἵππον πιαίνει, ὁποῦ δεσπότου ὀφθαλμός. См. Хозяйский глаз смотрок! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Αλεται ὸφϑαλμός μευ ό δεξίος. — См. Правый глаз чешется к смеху …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὐδεν οὕτω πιαίνει τόν ἵππον, ὡς βασιλέως ὀφθαλμός. — См. Хозяйский глаз смотрок! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • οὑφθαλμός — ὀφθαλμός , ὀφθαλμός eye masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφθαλμοῖν — ὀφθαλμός eye masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφθαλμοῖο — ὀφθαλμός eye masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφθαλμοῖς — ὀφθαλμός eye masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφθαλμοῖσι — ὀφθαλμός eye masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»